μπούρδα

μπούρδα
η
1. μεγάλο σακί, ιδίως για φόρτωση βαμβακιού
2. ανοησία, ανοητολογία, βλακεία, χαζομάρα
3. ψευδολογία
4. καυχησιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bourde «φλυαρία, ψεύδος», λ. αβέβαιης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπούρδα — η (λ. ιταλ.), ανόητη κουβέντα, σαχλαμάρα, ψευτιά: Άρχισε τις μπούρδες, και το κοινό τον αποδοκίμασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπούρδας — και μπουρδιάς, ο [μπούρδα] 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. ανόητος, χαζός 3. ψεύτης, παραμυθάς 4. καυχησιολόγος …   Dictionary of Greek

  • μπούρδος — (I) ο ναυτ. το μεσαίο τμήμα τού πλοίου που βρίσκεται μεταξύ προστέγου και επιστέγου. (II) ο [μπούρδα] ο μπούρδας …   Dictionary of Greek

  • σαχλαμπούχλα — και σαχλαμπούρδα, η, Ν μεγάλη σαχλαμάρα, παπαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάχλα + μπούρδα. Το β συνθετικό μπούχλα αφομοιωτικά προς το σάχλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”